ρουμπώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρουμπώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ρουμπώνω

  1. παίρνω ρούμπο
  2. (ειδικότερα) παίρνω σε ένα παιχνίδι έναν ή όσους ρούμπους χρειάζεται ώστε να κερδίσω
  3. (μεταφορικά) (μεταβατικό) αποστομώνω
  4. (μεταφορικά) (μεταβατικό) συνουσιάζομαι
    την ρούμπωσα επιτέλους!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.