ρουμπώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρουμπώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ρουμπώνω
- παίρνω ρούμπο
- (ειδικότερα) παίρνω σε ένα παιχνίδι έναν ή όσους ρούμπους χρειάζεται ώστε να κερδίσω
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) αποστομώνω
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) συνουσιάζομαι
- την ρούμπωσα επιτέλους!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.