ρουσφετολόγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουσφετολόγα οι ρουσφετολόγες
      γενική της ρουσφετολόγας των ρουσφετολογών
    αιτιατική τη ρουσφετολόγα τις ρουσφετολόγες
     κλητική ρουσφετολόγα ρουσφετολόγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρουσφετολόγα < ρουσφετολόγος + κατάληξη θηλυκού < τουρκική rüşvet < αραβική رشوة (rişwat, δωροδοκία)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾu.sfe.toˈlo.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρουσφετολόγα

Ουσιαστικό

ρουσφετολόγα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.