ρουβιδιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρουβιδιούχος η ρουβιδιούχα το ρουβιδιούχο
      γενική του ρουβιδιούχου της ρουβιδιούχας του ρουβιδιούχου
    αιτιατική τον ρουβιδιούχο τη ρουβιδιούχα το ρουβιδιούχο
     κλητική ρουβιδιούχε ρουβιδιούχα ρουβιδιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρουβιδιούχοι οι ρουβιδιούχες τα ρουβιδιούχα
      γενική των ρουβιδιούχων των ρουβιδιούχων των ρουβιδιούχων
    αιτιατική τους ρουβιδιούχους τις ρουβιδιούχες τα ρουβιδιούχα
     κλητική ρουβιδιούχοι ρουβιδιούχες ρουβιδιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρουβιδιούχος < ρουβίδιο + -ούχος

Επίθετο

ρουβιδιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο ρουβιδίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.