ριζικάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ριζικάρι | τα | ριζικάρια |
| γενική | του | ριζικαριού | των | ριζικαριών |
| αιτιατική | το | ριζικάρι | τα | ριζικάρια |
| κλητική | ριζικάρι | ριζικάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ριζικάρι ουδέτερο
- (λαογραφία) αντικείμενο που το χρησιμοποιούν κατά τη διάρκεια της μαντεία του κλήδονα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ριζικάρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.