ριγέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ριγέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική rayé (παρετυμολόγηση προς τη λέξη ρίγα)[1] < rayer < μέση γαλλική rayer < παλαιά γαλλική raier (χαρακιά) < μεσαιωνική λατινική .[2] Δείτε και radiare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος radio < radius < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiˈʝe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐γέ
Αντώνυμα
Αναφορές
- ριγέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.