ριγάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ριγάτος | η | ριγάτη | το | ριγάτο |
| γενική | του | ριγάτου | της | ριγάτης | του | ριγάτου |
| αιτιατική | τον | ριγάτο | τη | ριγάτη | το | ριγάτο |
| κλητική | ριγάτε | ριγάτη | ριγάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ριγάτοι | οι | ριγάτες | τα | ριγάτα |
| γενική | των | ριγάτων | των | ριγάτων | των | ριγάτων |
| αιτιατική | τους | ριγάτους | τις | ριγάτες | τα | ριγάτα |
| κλητική | ριγάτοι | ριγάτες | ριγάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ριγάτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ριγάτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ριγάτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.