ρεφάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεφάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική rifare < ri- +‎ fare < λατινική facere, απαρέμφατο του facio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁-

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾeˈfa.ɾo/

Ρήμα

ρεφάρω

  1. (προφορικό) ξανακερδίζω όσα χρήματα έχασα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, σε μια δουλειά ή σε αποτυχημένη επένδυση
  2. (μεταφορικά) αποκαθιστώ κάτι που έχασα ή επανακτώ τις δυνάμεις μου
  3. (αργκό) δίνω, ή παίρνω μερίδιο, για συγκάλυψη (στη γλώσσα των κακοποιών)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.