ρέφα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρέφα
      γενική της ρέφας
    αιτιατική τη ρέφα
     κλητική ρέφα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέφα < ρεφ(άρω) + (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾe.fa/

Ουσιαστικό

ρέφα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (αργκό) το μερίδιο που δίνεται σε κάποιον αστυνομικό ή σε κάποιον υπεύθυνο, για να κάνει τα στραβά μάτια και να μη μας καρφώσει σε κάποια παράνομη δουλειά που γίνεται
    Κυρ-αστυνόμε, μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις / πως η δουλειά μας είναι αυτή, και ρέφα μη γυρεύεις. (Από το τραγούδι Κάτω στα λεμονάδικα (Οι λαχανάδες) σε στίχους και μουσική του Βαγγέλη Παπάζογλου)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.