ρετσινοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρετσινοσυλλέκτης | οι | ρετσινοσυλλέκτες |
| γενική | του | ρετσινοσυλλέκτη | των | ρετσινοσυλλεκτών |
| αιτιατική | τον | ρετσινοσυλλέκτη | τους | ρετσινοσυλλέκτες |
| κλητική | ρετσινοσυλλέκτη | ρετσινοσυλλέκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρετσινοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό ρετσινοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) που μαζεύει ρετσίνι, βλέπε: ρητινοσυλλέκτης
- ※ Για τα μέτρα προς τους πυρόπληκτους δήλωσε πως τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός είναι προς την σωστή κατεύθυνση και πως αναμένουν να δουν εξειδίκευση σε ομάδες επαγγελματιών όπως 'ρετσινοσυλλέκτες και κτηνοτρόφους που δεν έχουν τίποτα να βιοποριστούν. (Αντιπεριφερειάρχης Εύβοιας: Η βραδιά θα μας βρει χωρίς ενεργά μέτωπα, Reporter.gr, 10/8/2021 )
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ρετσινοσυλλέκτης
|
→ δείτε τη λέξη ρητινοσυλλέκτης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.