ρητινοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρητινοσυλλέκτης | οι | ρητινοσυλλέκτες |
| γενική | του | ρητινοσυλλέκτη | των | ρητινοσυλλεκτών |
| αιτιατική | τον | ρητινοσυλλέκτη | τους | ρητινοσυλλέκτες |
| κλητική | ρητινοσυλλέκτη | ρητινοσυλλέκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρητινοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό ρητινοσυλλέκτρια)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ρητινοσυλλέκτης
|
|
Αναφορές
- Νίκος Μάργαρης, Η επιστημονική αλήθεια για τις πυρκαγιές, στο «Το Βήμα». Δημοσίευση 1999-05-16. Αρχειοθέτηση 2021-08-06 . Πρόσβαση 2021-08-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.