ρητινεργάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρητινεργάτης οι ρητινεργάτες
      γενική του ρητινεργάτη των ρητινεργατών
    αιτιατική τον ρητινεργάτη τους ρητινεργάτες
     κλητική ρητινεργάτη ρητινεργάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρητινεργάτης < ρητίνη + εργάτης

Ουσιαστικό

ρητινεργάτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.