γιουρούσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιουρούσι | τα | γιουρούσια |
| γενική | του | γιουρουσιού | των | γιουρουσιών |
| αιτιατική | το | γιουρούσι | τα | γιουρούσια |
| κλητική | γιουρούσι | γιουρούσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιουρούσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yürüyüş + -ι και απλοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.