ρεπάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεπάνι τα ρεπάνια
      γενική του ρεπανιού των ρεπανιών
    αιτιατική το ρεπάνι τα ρεπάνια
     κλητική ρεπάνι ρεπάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεπάνι < μεσαιωνική ελληνική ρεπάνι < (ελληνιστική κοινή) ῥαπάνιον < αρχαία ελληνική ῥάφανος / ῥαφανίς / ῥάπυς

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾeˈpa.ni/

Ουσιαστικό

ρεπάνι ουδέτερο

  • (φυτό, λαχανικό) άλλη μορφή του ραπάνι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.