ῥάφανος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥᾰφᾰν-
ονομαστική ῥάφανος αἱ ῥάφανοι
      γενική τῆς ῥαφάνου τῶν ῥαφάνων
      δοτική τῇ ῥαφάν ταῖς ῥαφάνοις
    αιτιατική τὴν ῥάφανον τὰς ῥαφάνους
     κλητική ! ῥάφανε ῥάφανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαφάνω
γεν-δοτ τοῖν  ῥαφάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ῥάφανος, -ου θηλυκό

  • ῥαφάνη
  • ιωνικός τύπος: ῥέφανος

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ῥαφανέλαιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.