ῥαφανίς

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  -ίς, -ῖδος, με μακρό γιώτα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥᾰφᾰνῑδ-
ονομαστική ῥαφανίς αἱ ῥαφανίδες
      γενική τῆς ῥαφανίδος τῶν ῥαφανίδων
      δοτική τῇ ῥαφανίδ ταῖς ῥαφανίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ῥαφανίδ τὰς ῥαφανίδᾰς
     κλητική ! ῥαφανίς* ῥαφανίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαφανίδε
γεν-δοτ τοῖν  ῥαφανίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ῥαφανίς, -ῖδος θηλυκό

  • ιωνικός τύπος: ῥεφανίς

Συγγενικά

  • ἀποραφανίδωσις
  • ῥαφανέλαιον
  • ῥαφάνη
  • ῥαφανηδόν
  • ῥαφανίδιον
  • ῥαφανιδόω
  • ῥαφανιδώδης
  • ῥαφανίδωσις
  • ῥαφάνινος
  • ῥαφάνιον
  • ῥαφανίτης
  • ῥαφανῖτις
  • ῥάφανος
  • ῥαφανώδης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.