ρεμπέτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρεμπέτικος | η | ρεμπέτικη | το | ρεμπέτικο |
| γενική | του | ρεμπέτικου | της | ρεμπέτικης | του | ρεμπέτικου |
| αιτιατική | τον | ρεμπέτικο | τη | ρεμπέτικη | το | ρεμπέτικο |
| κλητική | ρεμπέτικε | ρεμπέτικη | ρεμπέτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρεμπέτικοι | οι | ρεμπέτικες | τα | ρεμπέτικα |
| γενική | των | ρεμπέτικων | των | ρεμπέτικων | των | ρεμπέτικων |
| αιτιατική | τους | ρεμπέτικους | τις | ρεμπέτικες | τα | ρεμπέτικα |
| κλητική | ρεμπέτικοι | ρεμπέτικες | ρεμπέτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ρεμπέτικος, -η, -ο
- σχετικός με το είδος του ελληνικού αστικού λαϊκού τραγουδιού που έχει ως κύριο όργανο το μπουζούκι και απηχεί επιρροές από τη βυζαντινή, τη δυτική και την ανατολίτικη μουσική
- ρεμπέτικο τραγούδι, ρεμπέτικη κομπανία, ρεμπέτικη βραδιά
- σχετικός με τους ρεμπέτες και τη ζωή τους
Μεταφράσεις
ρεμπέτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.