ρεμπέτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεμπέτικος η ρεμπέτικη το ρεμπέτικο
      γενική του ρεμπέτικου της ρεμπέτικης του ρεμπέτικου
    αιτιατική τον ρεμπέτικο τη ρεμπέτικη το ρεμπέτικο
     κλητική ρεμπέτικε ρεμπέτικη ρεμπέτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεμπέτικοι οι ρεμπέτικες τα ρεμπέτικα
      γενική των ρεμπέτικων των ρεμπέτικων των ρεμπέτικων
    αιτιατική τους ρεμπέτικους τις ρεμπέτικες τα ρεμπέτικα
     κλητική ρεμπέτικοι ρεμπέτικες ρεμπέτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρεμπέτικος < ρεμπέτης + -ικος

Επίθετο

ρεμπέτικος, -η, -ο

  1. σχετικός με το είδος του ελληνικού αστικού λαϊκού τραγουδιού που έχει ως κύριο όργανο το μπουζούκι και απηχεί επιρροές από τη βυζαντινή, τη δυτική και την ανατολίτικη μουσική
    ρεμπέτικο τραγούδι, ρεμπέτικη κομπανία, ρεμπέτικη βραδιά
  2. σχετικός με τους ρεμπέτες και τη ζωή τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.