ρεγουλάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρεγουλάρισμα | τα | ρεγουλαρίσματα |
| γενική | του | ρεγουλαρίσματος | των | ρεγουλαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ρεγουλάρισμα | τα | ρεγουλαρίσματα |
| κλητική | ρεγουλάρισμα | ρεγουλαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρεγουλάρισμα ουδέτερο
- ρύθμιση, τακτοποίηση
- Το ρεγουλάρισμα ενός πιάνου είναι η ρύθμιση των μηχανικών μερών της μηχανής και των πλήκτρων του
Μεταφράσεις
ρεγουλάρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.