ρεγουλάρω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.ɣuˈla.ɾo/
Ρήμα
ρεγουλάρω, πρτ.: ρεγουλάριζα, στ.μέλλ.: θα ρεγουλάρω, αόρ.: ρεγουλάρισα, παθ.φωνή: ρεγουλάρομαι
- ρυθμίζω κάτι ώστε να λειτουργεί όπως πρέπει
- κάνω κάτι με μέτρο
Μεταφράσεις
ρεγουλάρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.