ρεβανσιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεβανσιστής οι ρεβανσιστές
      γενική του ρεβανσιστή των ρεβανσιστών
    αιτιατική τον ρεβανσιστή τους ρεβανσιστές
     κλητική ρεβανσιστή ρεβανσιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεβανσιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική revanchiste[1] + -ής

Ουσιαστικό

ρεβανσιστής αρσενικό (θηλυκό: ρεβανσίστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.