ρεβανσίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεβανσίστρια οι ρεβανσίστριες
      γενική της ρεβανσίστριας των ρεβανσιστριών
    αιτιατική τη ρεβανσίστρια τις ρεβανσίστριες
     κλητική ρεβανσίστρια ρεβανσίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεβανσίστρια < ρεβανσιστής + -τρια < γαλλική revanchiste

Ουσιαστικό

ρεβανσίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.