ρεάλ
Νέα ελληνικά (el)

Χαρτονόμισμα αξίας 200 ρεάλ Βραζιλίας
Ετυμολογία
- ρεάλ < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική ή (άμεσο δάνειο) ισπανική real
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾeˈal/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐άλ
Ουσιαστικό
ρεάλ ουδέτερο άκλιτο
- πρώην νόμισμα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και των αποικιών της
- το νόμισμα της Βραζιλίας
Μεταφράσεις
ρεάλ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.