backbone
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| backbone | backbones |
backbone (en)
- η ραχοκοκαλιά, η σπονδυλική στήλη
- (μεταφορικά) βασική δομή ή υποδομή
- (δίκτυο υπολογιστών) δικτυακός κορμός [2]
Συνώνυμα
-
backbone στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- (αγγλικά) How does the Internet work?. Πρόσβαση 2021-03-12.
- «δικτυακός κορμός» από αναζήτηση «backbone» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.