backbone

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

backbone < back + bone

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbækˌbəʊn/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈbækˌboʊn/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
backbone backbones

backbone (en)

  1. η ραχοκοκαλιά, η σπονδυλική στήλη
  2. (μεταφορικά) βασική δομή ή υποδομή
      The Internet is the backbone of the Web, the technical infrastructure that makes the Web possible [1]
    Το Διαδίκτυο είναι η βασική υποδομή του Παγκόσμιου Ιστού, η τεχνική υποδομή που υλοποιεί τον Παγκόσμιο Ιστό (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
  3. (δίκτυο υπολογιστών) δικτυακός κορμός [2]

Συνώνυμα

  • backbone στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) How does the Internet work?. Πρόσβαση 2021-03-12.
  2. «δικτυακός κορμός» από αναζήτηση «backbone» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.