ραδιογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιογράφηση οι ραδιογραφήσεις
      γενική της ραδιογράφησης* των ραδιογραφήσεων
    αιτιατική τη ραδιογράφηση τις ραδιογραφήσεις
     κλητική ραδιογράφηση ραδιογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραδιογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραδιογράφηση < ραδιο- + -γράφηση

Ουσιαστικό

ραδιογράφηση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • ραδιογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.