ῥαίνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥαίνω < ρίζα ῥαν

Ρήμα

ῥαίνω

  1. πετάω σταγόνες, ραντίζω με υγρό
    ἐλαίῳ ῥήνας- ῥᾶνον δόμους
    πύργοι καὶ ἐπάλξιες αἵματι φωτῶν ἐρράδατ᾽
    αἵματι δ᾽ ἐρράδαται τοῖχοι
    αἵματι βωμὸς ἐραίνετ᾽
  2. λούζω σε στερεά, όπως στη σκόνη
    ἵπποι ῥαίνοντο κονίῃ
    ῥανῶ τε πεδόσ᾽ ἐγκέφαλον (θα χύσω καταγής τα μυαλά σου)
  3. (μεταφορικά) λούζω κάποιον με ευγενικά λόγια
    τάνδ᾽ ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Πίνδαρος)


Ρηματικοί τύποι

  • μέλλων: ῥανῶ, αόριστος: ἔρρανα και ἔρηνα και ἔρρηνα (ιωνικός), παρακείμενος: ἔρραγκα
  • μέση φωνή: αόριστος: ἐρρανάμην, παρακείμενος: ἔρραμμαι και αργότερα ἔρρασμαι
  • παθητική φωνή: αόριστος: ἐρράνθην
  • οι τύποι ῥάσσατε και ἐρράδαται ἐρράδατο στην Ιλιάδα αποδίδονται και σε ένα άλλο ρήμα που δεν απαντά όμως, το ῥάζω


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.