σπιθαμή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπιθαμή οι σπιθαμές
      γενική της σπιθαμής των σπιθαμών
    αιτιατική τη σπιθαμή τις σπιθαμές
     κλητική σπιθαμή σπιθαμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σπιθαμή

Ετυμολογία

σπιθαμή < αρχαία ελληνική σπιθαμή

Ουσιαστικό

σπιθαμή θηλυκό

  1. Ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, η απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού, ίση με 18 εκατοστά περίπου.
  2. βυζαντινή μονάδα μήκους ίση με τρεις παλαιστές ή δώδεκα δακτύλους

Εκφράσεις

  • σπιθαμή προς σπιθαμή: (για χώρο, έδαφος κλπ) τελείως διεξοδικά και αναλυτικά
  • ούτε σπιθαμή: καθόλου, ούτε ένα ελάχιστο κομμάτι

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σπιθαμή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σπιθαμή θηλυκό

  1. το μήκος που αντιστοιχεί στο άνοιγμα μιας ανθρώπινης παλάμης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.