σπιθαμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπιθαμή | οι | σπιθαμές |
| γενική | της | σπιθαμής | των | σπιθαμών |
| αιτιατική | τη | σπιθαμή | τις | σπιθαμές |
| κλητική | σπιθαμή | σπιθαμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια σπιθαμή
Ετυμολογία
- σπιθαμή < αρχαία ελληνική σπιθαμή
Ουσιαστικό
σπιθαμή θηλυκό
- Ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, η απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού, ίση με 18 εκατοστά περίπου.
- βυζαντινή μονάδα μήκους ίση με τρεις παλαιστές ή δώδεκα δακτύλους
Εκφράσεις
- σπιθαμή προς σπιθαμή: (για χώρο, έδαφος κλπ) τελείως διεξοδικά και αναλυτικά
- ούτε σπιθαμή: καθόλου, ούτε ένα ελάχιστο κομμάτι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
σπιθαμή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σπιθαμή θηλυκό
- το μήκος που αντιστοιχεί στο άνοιγμα μιας ανθρώπινης παλάμης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.