ρέμβη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ρέμβη
      γενική της ρέμβης
    αιτιατική τη ρέμβη
     κλητική ρέμβη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέμβη < αρχαία ελληνική ῥέμβη

Ουσιαστικό

ρέμβη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • το να αφήνει κάποιος τη σκέψη ή τη φαντασία του να περιπλανιέται σε ονειρικό τόπο και απροσδιόριστο χρόνο
    Με στίχους ατημέλητους, γεμάτους μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή, όπως τους περιγράφει η Έλλη Αλεξίου στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «Πολυδούρη: Ποιήματα», η ποιήτρια αποτελεί μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.