ρεμβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεμβάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥεμβάζω (γυρίζω γύρω γύρω) < αρχαία ελληνική ῥέμβη

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾeɱˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεμβάζω

Ρήμα

ρεμβάζω, αόρ.: ρέμβασα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.