ράσπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράσπα οι ράσπες
      γενική της ράσπας των ρασπών
    αιτιατική τη ράσπα τις ράσπες
     κλητική ράσπα ράσπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ράσπα(1)

Ετυμολογία

ράσπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική raspa < φραγκική *hraspōn <πρωτογερμανική *hraspōną < *hrespaną (σχίζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (στρέφω, κάμπτω)

Ουσιαστικό

ράσπα θηλυκό

  1. χοντρή λίμα για ξύλα με μεγάλα και χοντρά δόντια
     συνώνυμα: ξυλοφάγος
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε πολύ μεγάλη λίμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.