ράμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράμπα οι ράμπες
      γενική της ράμπας των (ραμπών)
    αιτιατική τη ράμπα τις ράμπες
     κλητική ράμπα ράμπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ράμπα για αμαξίδια σε πεζοδρόμιο.

Ετυμολογία

ράμπα < γαλλική rampe

Ουσιαστικό

ράμπα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.