πῖαρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πῖαρ < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν συγγενές με "πίων", "πίειρα" "πῖον"

Ουσιαστικό

πῖαρ ουδέτερο, άκλιτο (ελλειπτικό ουσιαστικό) (μόνο σε ονομαστική και αιτιατική πτώση ενικού)

  1. το λίπος
    πῖαρ ἐλαίης και άλλα είδη ελαιώδους ουσίας από άλλες πηγές
  2. το κρεμώδες
  3. (μεταφορικά) η αφρόκρεμα κάθε πράγματος, το άνθος, το καλύτερο κομμάτι
  4. η εύφορη γη, το πλούσιο έδαφος
  5. το γάλα της συκιάς

Συγγενικά

  • πιαίνω
  • πῖος
  • πιαρός
  • πίασμα
  • πιασμός
  • πιότης
  • πίων
  • πιόω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.