πόρθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόρθηση οι πορθήσεις
      γενική της πόρθησης* των πορθήσεων
    αιτιατική την πόρθηση τις πορθήσεις
     κλητική πόρθηση πορθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πορθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόρθηση < ελληνιστική κοινή πόρθησις < αρχαία ελληνική πορθέω / πέρθω

Ουσιαστικό

πόρθηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.