πόδημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πόδημα | τα | ποδήματα |
| γενική | του | ποδήματος | των | ποδημάτων |
| αιτιατική | το | πόδημα | τα | ποδήματα |
| κλητική | πόδημα | ποδήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πόδημα < μεσαιωνική ελληνική πόδημα[1] < αρχαία ελληνική ὑπόδημα < ὑποδέω < ὑπό + δέω
Ουσιαστικό
πόδημα ουδέτερο
Μεταφράσεις
- πόδημα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.