πωμάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πωμάτισμα τα πωματίσματα
      γενική του πωματίσματος των πωματισμάτων
    αιτιατική το πωμάτισμα τα πωματίσματα
     κλητική πωμάτισμα πωματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πωμάτισμα < πωματίζω + -μα < ελληνιστική κοινή πωματίζω < αρχαία ελληνική πῶμα

Ουσιαστικό

πωμάτισμα ουδέτερο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.