πυρότουβλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πυρότουβλο | τα | πυρότουβλα |
| γενική | του | πυρότουβλου | των | πυρότουβλων |
| αιτιατική | το | πυρότουβλο | τα | πυρότουβλα |
| κλητική | πυρότουβλο | πυρότουβλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυρότουβλο < πυρό- + τούβλο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική firebrick[1]

Τζάκι με πυρότουβλα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈɾo.tu.vlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρό‐του‐βλο
Ουσιαστικό
πυρότουβλο ουδέτερο
- είδος τούβλου που δεν παραμορφώνεται σε σχετικά ψηλές θερμοκρασίες, όπως αυτές που αναπτύσσονται στα τζάκια
Αναφορές
- πυρότουβλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.