πυρπολούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυρπολούμαι: παθητική φωνή του ρήματος πυρπολώ
Ρήμα
πυρπολούμαι
- καίγομαι, επειδή κάποιος μου έβαλε φωτιά να με κάψει (αυτοπυρπολούμαι όταν βάζω φωτιά στον εαυτό μου)
- Η φρεγάτα πυρπολήθηκε
- (μεταφορικά) φλέγομαι από ένα πάθος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυρπολούμαι | πυρπολούμουν | θα πυρπολούμαι | να πυρπολούμαι | ||
| β' ενικ. | πυρπολείσαι | πυρπολούσουν | θα πυρπολείσαι | να πυρπολείσαι | ||
| γ' ενικ. | πυρπολείται | πυρπολούνταν | θα πυρπολείται | να πυρπολείται | ||
| α' πληθ. | πυρπολούμαστε | πυρπολούμασταν πυρπολούμαστε |
θα πυρπολούμαστε | να πυρπολούμαστε | ||
| β' πληθ. | πυρπολείστε | πυρπολούσασταν πυρπολούσαστε |
θα πυρπολείστε | να πυρπολείστε | πυρπολείστε | |
| γ' πληθ. | πυρπολούνται | πυρπολούνταν | θα πυρπολούνται | να πυρπολούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πυρπολήθηκα | θα πυρποληθώ | να πυρποληθώ | πυρποληθεί | ||
| β' ενικ. | πυρπολήθηκες | θα πυρποληθείς | να πυρποληθείς | πυρπολήσου | ||
| γ' ενικ. | πυρπολήθηκε | θα πυρποληθεί | να πυρποληθεί | |||
| α' πληθ. | πυρποληθήκαμε | θα πυρποληθούμε | να πυρποληθούμε | |||
| β' πληθ. | πυρποληθήκατε | θα πυρποληθείτε | να πυρποληθείτε | πυρποληθείτε | ||
| γ' πληθ. | πυρπολήθηκαν πυρποληθήκαν(ε) |
θα πυρποληθούν(ε) | να πυρποληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πυρποληθεί | είχα πυρποληθεί | θα έχω πυρποληθεί | να έχω πυρποληθεί | πυρπολημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πυρποληθεί | είχες πυρποληθεί | θα έχεις πυρποληθεί | να έχεις πυρποληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πυρποληθεί | είχε πυρποληθεί | θα έχει πυρποληθεί | να έχει πυρποληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυρποληθεί | είχαμε πυρποληθεί | θα έχουμε πυρποληθεί | να έχουμε πυρποληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πυρποληθεί | είχατε πυρποληθεί | θα έχετε πυρποληθεί | να έχετε πυρποληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυρποληθεί | είχαν πυρποληθεί | θα έχουν πυρποληθεί | να έχουν πυρποληθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.