πυρηνόκαρπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυρηνόκαρπος | η | πυρηνόκαρπη | το | πυρηνόκαρπο |
| γενική | του | πυρηνόκαρπου | της | πυρηνόκαρπης | του | πυρηνόκαρπου |
| αιτιατική | τον | πυρηνόκαρπο | την | πυρηνόκαρπη | το | πυρηνόκαρπο |
| κλητική | πυρηνόκαρπε | πυρηνόκαρπη | πυρηνόκαρπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυρηνόκαρποι | οι | πυρηνόκαρπες | τα | πυρηνόκαρπα |
| γενική | των | πυρηνόκαρπων | των | πυρηνόκαρπων | των | πυρηνόκαρπων |
| αιτιατική | τους | πυρηνόκαρπους | τις | πυρηνόκαρπες | τα | πυρηνόκαρπα |
| κλητική | πυρηνόκαρποι | πυρηνόκαρπες | πυρηνόκαρπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πυρηνόκαρπος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τα πυρηνόκαρπα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) πυρηνόκαρπα
Μεταφράσεις
πυρηνόκαρπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.