πυρηνόκαρπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρηνόκαρπος η πυρηνόκαρπη το πυρηνόκαρπο
      γενική του πυρηνόκαρπου της πυρηνόκαρπης του πυρηνόκαρπου
    αιτιατική τον πυρηνόκαρπο την πυρηνόκαρπη το πυρηνόκαρπο
     κλητική πυρηνόκαρπε πυρηνόκαρπη πυρηνόκαρπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρηνόκαρποι οι πυρηνόκαρπες τα πυρηνόκαρπα
      γενική των πυρηνόκαρπων των πυρηνόκαρπων των πυρηνόκαρπων
    αιτιατική τους πυρηνόκαρπους τις πυρηνόκαρπες τα πυρηνόκαρπα
     κλητική πυρηνόκαρποι πυρηνόκαρπες πυρηνόκαρπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυρηνόκαρπος < πυρήνας + -ο- + καρπός

Επίθετο

πυρηνόκαρπος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με τα πυρηνόκαρπα ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πυρηνόκαρπα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.