πυργοδέσποινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυργοδέσποινα | οι | πυργοδέσποινες |
| γενική | της | πυργοδέσποινας | των | πυργοδεσποινών |
| αιτιατική | την | πυργοδέσποινα | τις | πυργοδέσποινες |
| κλητική | πυργοδέσποινα | πυργοδέσποινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πυργοδέσποινα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.