πυραυλοκινητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυραυλοκινητήρας | οι | πυραυλοκινητήρες |
| γενική | του | πυραυλοκινητήρα | των | πυραυλοκινητήρων |
| αιτιατική | τον | πυραυλοκινητήρα | τους | πυραυλοκινητήρες |
| κλητική | πυραυλοκινητήρα | πυραυλοκινητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
Αναφορές
- πυραυλοκινητήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.