πυκνοτυπωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνοτυπωμένος η πυκνοτυπωμένη το πυκνοτυπωμένο
      γενική του πυκνοτυπωμένου της πυκνοτυπωμένης του πυκνοτυπωμένου
    αιτιατική τον πυκνοτυπωμένο την πυκνοτυπωμένη το πυκνοτυπωμένο
     κλητική πυκνοτυπωμένε πυκνοτυπωμένη πυκνοτυπωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνοτυπωμένοι οι πυκνοτυπωμένες τα πυκνοτυπωμένα
      γενική των πυκνοτυπωμένων των πυκνοτυπωμένων των πυκνοτυπωμένων
    αιτιατική τους πυκνοτυπωμένους τις πυκνοτυπωμένες τα πυκνοτυπωμένα
     κλητική πυκνοτυπωμένοι πυκνοτυπωμένες πυκνοτυπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυκνοτυπωμένος < πυκνός + -ο- + τυπωμένος

Επίθετο

πυκνοτυπωμένος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.