πτωχεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πτωχεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πτωχεύω
  2. θα πτωχεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πτωχεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πτωχεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πτώχευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.