πτολεμαϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πτολεμαϊκός | η | πτολεμαϊκή | το | πτολεμαϊκό |
| γενική | του | πτολεμαϊκού | της | πτολεμαϊκής | του | πτολεμαϊκού |
| αιτιατική | τον | πτολεμαϊκό | την | πτολεμαϊκή | το | πτολεμαϊκό |
| κλητική | πτολεμαϊκέ | πτολεμαϊκή | πτολεμαϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πτολεμαϊκοί | οι | πτολεμαϊκές | τα | πτολεμαϊκά |
| γενική | των | πτολεμαϊκών | των | πτολεμαϊκών | των | πτολεμαϊκών |
| αιτιατική | τους | πτολεμαϊκούς | τις | πτολεμαϊκές | τα | πτολεμαϊκά |
| κλητική | πτολεμαϊκοί | πτολεμαϊκές | πτολεμαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πτολεμαϊκός < Πτολεμαῖος
Επίθετο
- πτολεμαϊκός, -ή, -όν
- ο αναφερόμενος ή αυτός που ανήκει στον Πτολεμαίο Α΄, ή στο βασιλικό γένος των Πτολεμαίων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.