πτερνισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πτερνισμός | οἱ | πτερνισμοί | ||||
| γενική | τοῦ | πτερνισμοῦ | τῶν | πτερνισμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | πτερνισμῷ | τοῖς | πτερνισμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | πτερνισμόν | τοὺς | πτερνισμούς | ||||
| κλητική ὦ! | πτερνισμέ | πτερνισμοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτερνισμώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτερνισμοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πτερνισμός < πτερνίζω, πτερνισ- + -μός < αρχαία ελληνική πτέρνη / πτέρνα
Πηγές
- πτερνισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.