πρωτόλειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πρωτόλειον | τὰ | πρωτόλειᾰ |
| γενική | τοῦ | πρωτολείου | τῶν | πρωτολείων |
| δοτική | τῷ | πρωτολείῳ | τοῖς | πρωτολείοις |
| αιτιατική | τὸ | πρωτόλειον | τὰ | πρωτόλειᾰ |
| κλητική ὦ! | πρωτόλειον | πρωτόλειᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτολείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρωτολείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτόλειον < πρωτό- + λεί(α) + -ον. Μαρτυρείται και ελληνιστικό επίθετο πρωτόλειος. [1] Δε συνδέεται με το προτέλειος.
Ουσιαστικό
πρωτόλειον, -ου ουδέτερο (κυρίως στον πληθυντικό: τὰ πρωτόλεια)
- Για το μήνα Σεπτέμβριο και την πρώτη σοδειά καρπών: pdf @kathimerini
Αναφορές
- πρωτόλειο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πρωτόλειον, πρωτόλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.