πρωτόλειον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρωτόλειον τὰ πρωτόλει
      γενική τοῦ πρωτολείου τῶν πρωτολείων
      δοτική τῷ πρωτολεί τοῖς πρωτολείοις
    αιτιατική τὸ πρωτόλειον τὰ πρωτόλει
     κλητική ! πρωτόλειον πρωτόλει
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρωτολείω
γεν-δοτ τοῖν  πρωτολείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτόλειον < πρωτό- + λεί(α) + -ον. Μαρτυρείται και ελληνιστικό επίθετο πρωτόλειος. [1] Δε συνδέεται με το προτέλειος.

Ουσιαστικό

πρωτόλειον, -ου ουδέτερο (κυρίως στον πληθυντικό: τὰ πρωτόλεια)

  • τα πρώτα λάφυρα στον πόλεμο, η πρώτη λεία
  • τρίχες και άκρα των σφαγίων που έκοβαν πρώτα σε μια θυσία
  • οι πρώτες προσφορές σε μια θυσία ή μια ικεσία, αἱ ἀπαρχαί
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 382
    τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω
  • οι θυσίες που προσφέρονταν σε ιερά και η προσφορά των πρώτων καρπών από τη σοδειά
  • πρωτοκάρπια, απαρχές
     συνώνυμα: ἀπαρχή, ἀπαρχαί

Αναφορές

  1. πρωτόλειο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.