ἀπαρχαί
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀπαρχαί < αρχαία ελληνική ἀπαρχή < ἀπὀ + ἀρχή
Ουσιαστικό
αι ἀπαρχαί
- αρχική στοιχειώδης μορφήςδώρου προς τους θεούς του πρώτου μέρους αγαθών - τροφής συγκεκριμένα - τα οποία αποκτούσαν οι άνθρωποι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.