πρωτοφανήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοφανήσιμος | η | πρωτοφανήσιμη | το | πρωτοφανήσιμο |
| γενική | του | πρωτοφανήσιμου | της | πρωτοφανήσιμης | του | πρωτοφανήσιμου |
| αιτιατική | τον | πρωτοφανήσιμο | την | πρωτοφανήσιμη | το | πρωτοφανήσιμο |
| κλητική | πρωτοφανήσιμε | πρωτοφανήσιμη | πρωτοφανήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοφανήσιμοι | οι | πρωτοφανήσιμες | τα | πρωτοφανήσιμα |
| γενική | των | πρωτοφανήσιμων | των | πρωτοφανήσιμων | των | πρωτοφανήσιμων |
| αιτιατική | τους | πρωτοφανήσιμους | τις | πρωτοφανήσιμες | τα | πρωτοφανήσιμα |
| κλητική | πρωτοφανήσιμοι | πρωτοφανήσιμες | πρωτοφανήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτοφανήσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.to.faˈni.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐φα‐νή‐σι‐μος
Επίθετο
πρωτοφανήσιμος, -η, -ο
- πρώιμος
- ※ 18ος αιώνας - (Momars, Senior, Βοσπορομαχία ήγουν φιλονεικία Ασίας και Ευρώπης εις το κατάστενον της Κωνσταντινουπόλεως : ποίημα συντεθέν κατά το αψνβ' Σωτήριον έτος, Ενετίησιν, 1792, σελ. 89 , )
- Καὶ τὰ πρωτοφανήσιμα σπουδάζουν νὰ εὐγοῦσι, εἰς τράπεζαν Βασιλικίω καὶ γιὰ νὰ πρωτοφανοῦσι
- ※ 21ος αιώνας - «Ξεφούσκωσαν οι τιμές φρούτων και λαχανικών», 24 Απριλίου 2018, εφημερίδα Φιλελεύθερος, Κύπρος )
- Υπογράμμισε ακόμα ότι την τιμητική τους αυτήν την περίοδο θα έχουν τα πρωτοφανήσιμα προϊόντα για την εποχή που είναι: τα μέσπιλα, ο ανανάς, τα όκεν, το καρπούζι, τα καϊσοχρυσόμηλα και τα φύλλα, ενώ αναμένονται τις επόμενες ημέρες να κατακλύσουν την αγορά και άλλα καλοκαιρινά προϊόντα.
- ※ 18ος αιώνας - (Momars, Senior, Βοσπορομαχία ήγουν φιλονεικία Ασίας και Ευρώπης εις το κατάστενον της Κωνσταντινουπόλεως : ποίημα συντεθέν κατά το αψνβ' Σωτήριον έτος, Ενετίησιν, 1792, σελ. 89 , )
- πρωτοφανούσικος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πρωτοφανήσιμος
|
|
Πηγές
- prwtofanhsima@sarantakos «Μόνο η γιαγιά μου και ο Κοραής;», 2010.06.26. πρόσβαση:2023.02.25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.