πρωτοτόκια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πρωτοτόκια
      γενική των πρωτοτοκίων
    αιτιατική τα πρωτοτόκια
     κλητική πρωτοτόκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοτόκια < ελληνιστική κοινή πρωτοτόκια[1] [2] < πρωτότοκος < αρχαία ελληνική πρῶτος + τόκος < τίκτω

Ουσιαστικό

πρωτοτόκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πρωτοτόκια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρωτοτόκια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
      ἀπέδοτο δὲ Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια τῷ Ἰακώβ. Ἰακὼβ δὲ ἔδωκε τῷ Ἡσαῦ ἄρτον καὶ ἕψημα φακοῦ, καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἀναστὰς ᾤχετο· καὶ ἐφαύλισεν Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια (Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις, λγ')

Πηγές

  1. πρωτοτόκια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρωτοτόκια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.