πρωτομαρτιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτομαρτιάτικος η πρωτομαρτιάτικη το πρωτομαρτιάτικο
      γενική του πρωτομαρτιάτικου της πρωτομαρτιάτικης του πρωτομαρτιάτικου
    αιτιατική τον πρωτομαρτιάτικο την πρωτομαρτιάτικη το πρωτομαρτιάτικο
     κλητική πρωτομαρτιάτικε πρωτομαρτιάτικη πρωτομαρτιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτομαρτιάτικοι οι πρωτομαρτιάτικες τα πρωτομαρτιάτικα
      γενική των πρωτομαρτιάτικων των πρωτομαρτιάτικων των πρωτομαρτιάτικων
    αιτιατική τους πρωτομαρτιάτικους τις πρωτομαρτιάτικες τα πρωτομαρτιάτικα
     κλητική πρωτομαρτιάτικοι πρωτομαρτιάτικες πρωτομαρτιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτομαρτιάτικος < Πρωτομαρτιά + -ιάτικος

Επίθετο

πρωτομαρτιάτικος, -η, -ο

  1. ο αναφερόμενος ή σχετικός με την Πρωτομαρτιά
    πρωτομαρτιάτικο έθιμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.