πρωταυγουστιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωταυγουστιάτικος η πρωταυγουστιάτικη το πρωταυγουστιάτικο
      γενική του πρωταυγουστιάτικου της πρωταυγουστιάτικης του πρωταυγουστιάτικου
    αιτιατική τον πρωταυγουστιάτικο την πρωταυγουστιάτικη το πρωταυγουστιάτικο
     κλητική πρωταυγουστιάτικε πρωταυγουστιάτικη πρωταυγουστιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωταυγουστιάτικοι οι πρωταυγουστιάτικες τα πρωταυγουστιάτικα
      γενική των πρωταυγουστιάτικων των πρωταυγουστιάτικων των πρωταυγουστιάτικων
    αιτιατική τους πρωταυγουστιάτικους τις πρωταυγουστιάτικες τα πρωταυγουστιάτικα
     κλητική πρωταυγουστιάτικοι πρωταυγουστιάτικες πρωταυγουστιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωταυγουστιάτικος < πρωταυγουστιά + -άτικος < πρώτος + Αύγουστος (< λατινική Augustus)

Επίθετο

πρωταυγουστιάτικος, -η, -ο

  • που έχει σχέση με την πρωταυγουστιά, αναφέρεται σ’ αυτή ή γίνεται κατά τη διάρκειά της
      Πρωταυγουστιάτικη εκδήλωση στη θέση «Ασβεσταριά» Κρανιάς Ασπροποτάμου, διοργανώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.