προχτεσινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προχτεσινός η προχτεσινή το προχτεσινό
      γενική του προχτεσινού της προχτεσινής του προχτεσινού
    αιτιατική τον προχτεσινό την προχτεσινή το προχτεσινό
     κλητική προχτεσινέ προχτεσινή προχτεσινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προχτεσινοί οι προχτεσινές τα προχτεσινά
      γενική των προχτεσινών των προχτεσινών των προχτεσινών
    αιτιατική τους προχτεσινούς τις προχτεσινές τα προχτεσινά
     κλητική προχτεσινοί προχτεσινές προχτεσινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προχτεσινός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

προχτεσινός, -ή, -ό

  • (λαϊκότροπο) που έγινε, πραγματοποιήθηκε ή φτιάχτηκε προχτές
    προχτεσινός αγώνας, προχτεσινό ψωμί


Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.