προφυλάκιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προφυλάκιση οι προφυλακίσεις
      γενική της προφυλάκισης* των προφυλακίσεων
    αιτιατική την προφυλάκιση τις προφυλακίσεις
     κλητική προφυλάκιση προφυλακίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προφυλακίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προφυλάκιση < προ-- + φυλακίζω

Ουσιαστικό

προφυλάκιση θηλυκό

  • προσωρινή φυλάκιση προσώπου μέχρι την έναρξη εκδίκασης της υπόθεσης για την οποία έχει προσαχθεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.